Οι γείτονες - Σωτηροπούλου Χαρά
Οι γείτονες - Σωτηροπούλου Χαρά
Μένουμε σπίτι. Οκ φίλε μου το καταλάβαμε. Πάμε για δεύτερο μήνα και κοντεύω να σαλτάρω. Βλέπεις το να είσαι εργένης έχει τα καλά του, αλλά ποιος να είχε προβλέψει τέτοια συμφορά!
Άλλη μια μέρα της μαρμότας ετοιμάζεται. Άλλο ένα πιάτο μακαρόνια με κέτσαπ και ληγμένο τυρί. Άλλο ένα τρίωρο video games, και καμιά ώρα να μιλήσω με τη μάνα. Τι να μιλήσω δηλαδή, μόνη της μιλάει! Έφαγες παιδί μου, έφαγα! Ζακέτα φοράς; Τι ζακέτα ρε μάνα, 40 βαθμούς έχει, με το μποξεράκι κυκλοφορώ, δε με βλέπει και κανείς δα! Και φυσικά, το αποκορύφωμα όλων! Ο λόγος που χρειάζεται Όσκαρ. Παιδί μου αν είχες κρατήσει εκείνη την καλή κοπέλα τώρα δε θα ήσουνα μόνος. Που να καταλάβει η μάνα τώρα, ότι εκείνη η καλή κοπέλα – ινφλουένσερ – μπραντ αμπασαντορ – είναι για άλλα μεγαλεία, και ο Γιωργάκης, ο άνεργος φοιτητής πληροφορικής δεν της ταιριάζει γιατί της χαλάει το ίματζ και καλύτερα να μείνουνε φίλοι. Φφφφ… Τι τα θυμάμαι τώρα και συγχύζομαι…
Πάω να φτιάξω κανέναν καφέ να ανοίξει το μάτι μου. Καλά, ψέματα λέω, για άλλον λόγο θέλω να πάω στην κουζίνα. Και εάν ένα πράγμα μου έμαθε ο εγκλεισμός, είναι ότι όλους μπορώ να τους κοροϊδέψω, όλους, εκτός από εμένα. Και πες οκ, μου λέω ψέματα. Τι κερδίζω; Σίγουρα όχι αυτήν που θέλω. Ποια; Την κοπελιά απέναντι!
Ωραία η Αθήνα, αποξενώνεσαι από τους γείτονες, αλλά έχει και κρυφές ομορφιές. Ποιες; Τα πίσω μπαλκόνια! Αυτά που έρχεσαι φόρα παρτίδα με τον γείτονα που μέχρι πριν αγνοούσες. Στη δική μου περίπτωση τη γειτόνισσα του τρίτου από απέναντι. Αυτήν, που πρώτη φορά είδα ένα πρωί που έφτιαχνα καφέ.
Δεν ξέρω τι με τράβηξε σε αυτήν. Δεν μπορώ να θυμηθώ. Το μόνο που ξέρω είναι πως την θέλω… Μα την ημέρα που πήρα το θάρρος να την χαιρετίσω, εκείνη την στιγμή που πήγα να ανοίξω το στόμα μου, και να έρθω ένα βήμα πιο κοντά στην ευτυχία, με μια μόνο λέξη γκρεμίστηκαν όλα. ‘’Μαμααααα’’. Και να σου, ένα δίποδο πλάσμα βγήκε στο μπαλκόνι, μπλέχτηκε στα πόδια της, και εκείνη το αγκάλιασε τρυφερά, και μπήκε πάλι σπίτι.
Από τότε μου έγινε έμμονη ιδέα. Έμαθα τα πάντα για αυτήν, τι φοιτητής πληροφορικής – επίδοξος χάκερ θα ήμουν τρομάρα μου! Φωτεινή Παπαγεωργίου. Το Παπαγεωργίου είναι του αντρός. Φωτεινή! Και ναι, της ταιριάζει γάντι. Γιατί ακτινοβολεί ένα φως από το βλέμμα της, που όμοιο του δεν έχω ξαναδεί. Και ένα χαμόγελο, που θα ήθελα πολύ να βλέπω κάθε μέρα. Αλλά ο κύριος Παπαγεωργίου πρόλαβε… Και έχουν και δύο παιδιά. Το ένα της μοιάζει… Και εγώ οικογένειες δε χωρίζω! Οπότε θα μείνει για πάντα ένα άπιαστο όνειρο…
Όταν δε βγαίνει στο μπαλκόνι, και δεν τη χαζεύω φτιάχνοντας καφέ – λες γι’ αυτό το νευρικό μου σύστημα να είναι έτσι; - κοιτάζω τις φωτογραφίες της. Αυτές που παράνομα έχω κατέβασει. Την έχω μάθει απέξω και ανακατωτά. Ξέρω κάθε λεπτομέρεια του προσώπου της. Ξέρω τι χρώμα παίρνουν τα μαλλιά της κάθε καλοκαίρι που φωτίζουν από τον ήλιο. Μπορώ να δω πόσο απαλή μοιάζει η επιδερμίδα της. Ξέρω ποιο είναι το αγαπημένο της φαγητό, και σε ποιες συναυλίες έχει πάει. Ξέρω πως της αρέσει το θέατρο, και έχει μια κολλητή από τη δουλειά. Δουλεύει σε ένα κατάστημα με γυναικεία ρούχα στο κέντρο της Αθήνας.
Ξέρω πως θα ήθελα πολύ να την είχα κοντά μου… Να άγγιζα τα χείλη της και το κορμί της… Να ταξίδευα στο σώμα της, αυτό το σώμα που έβγαλε δύο παιδιά, καθόλου δε με νοιάζει… Ξέρω πως θα ήθελα να φώτιζε λίγο την μονότονη και βαρετή ζωή μου. Μα δυστυχώς ξέρω πως δεν μπορώ να την έχω. Γιατί ζει μια όμορφη οικογενειακή ζωή, με κάποιον που λατρεύει. Ζουν τις μέρες του εγκλεισμού τους χαρωπά, ζεστά και με θαλπωρή.
Μαζί… Όπως είναι σε όλες τους τις φωτογραφίες… Και για εμένα θα μείνει για πάντα αυτό το όνειρο που δε θα έχω ποτέ την ευκαιρία να γευτώ…
Ο καιρός μελαγχολικός. Άρχισε να βρέχει… Μου αρέσει η βροχή… Ο ήχος από τις τέντες απέναντι με κάνει να στρέψω το βλέμμα μου εκεί. Λες να είναι αυτή; Ναι, να τη! Μα τι κάνει; Σηκώνει την τέντα. Οι σταγόνες πέφτουν επάνω της… Πόσο ζηλεύω! Και να που τα βλέμματα μας συναντιούνται… Η καρδιά μου θα σπάσει… Μου χαμογελάει… Ζω; Ονειρεύομαι; Της χαμογελάω… Λίγα δευτερόλεπτα ευτυχίας. Μα το λίγο κάποιες φορές είναι πολύ…
Ρε γαμώτο η ζωή είναι ωραία! Ωραία, αλλά άδικη…
---
-Κλείσε πια αυτόν τον απορροφητήρα μου πήρε τα αυτιά, δε βλέπεις ότι μιλάω στο τηλέφωνο;
- Οκ…
Ψυχραιμία Φωτεινή , ψυχραιμία! Κάνε ό,τι σου λέει να μην έχουμε πάλι τα ίδια. Όσο δε θέλω εντάσεις μπροστά στα παιδιά, άλλο τόσο νομίζω πως το κάνει επίτηδες. Έχω βαρεθεί… Κατάρα αυτός ο εγκλεισμός, κατάρα…
Πως γίναμε έτσι; Πότε; Πριν τα παιδιά; Μετά; Μήπως εγώ δεν έβλεπα; Τον είχα ερωτευτεί αυτόν τον άνθρωπο, τον είχα αγαπήσει. Και το να μείνω μαζί του κλεισμένη σε ένα σπίτι, κάποτε έμοιαζε παράδεισος. Μα τώρα, είναι η κόλαση η ίδια…
Δεν ξέρω εάν θα μπορέσουμε να γίνουμε ποτέ όπως πριν. Δεν ξέρω εάν θα μπορέσω εγώ να είμαι η ίδια. Εγώ… Ποια είμαι εγώ; Πλέον δεν υπάρχει εγώ. Πλέον υπάρχει μόνο η οικογένεια, τα παιδιά. Τα παιδιά, που πρέπει να βλέπουν μια οικογένεια χαρούμενη και ευτυχισμένη. Παίζω καλά το ρόλο μου. Αλλά για πόσο; Πόσο θα πρέπει να περιμένω, να υποκρίνομαι, να ζω με έναν άνθρωπο που όχι μόνο δε με γεμίζει πια, αλλά με αδειάζει μέρα με τη μέρα με τις προσβολές του;
Νιώθω τόσο μόνη και ανήμπορη. Και ποιος θα μπορέσει να με καταλάβει; Ποιος δε θα με κατηγορήσει; Τα παιδιά μου τα αγαπάω. Τα λατρεύω. Γι’ αυτά και μόνο θυσιάζομαι κάθε μέρα. Αλλά είμαι γυναίκα. Ήμουν… Θα ξαναγίνω; Ποιος θα μπορούσε να με κατηγορήσει γι’ αυτό;
Εσύ δεν έχεις ανάγκη, είσαι ευτυχισμένη, έχεις τον άντρα σου, και τα παιδιά σου. Ή, μη μιλάς, άλλες ξέρεις τι τραβάνε; Όποιος θέλει τα πολλά χάνει και τα λίγα… Μα εγώ δε θέλω πολλά… Μα ποιος θα το καταλάβει; Θέλω να ξαναβρώ εμένα… Και το κατάλαβα όταν τον είδα…
Είχα βγει στο πίσω μπαλκόνι να απλώσω τα ρούχα. Και τον είδα την ώρα που έφτιαχνε τον καφέ του. Ο νεαρός με το μποξεράκι από απέναντι. Κάτι σκίρτησε μέσα μου. Κάτι που είχα να νιώσω χρόνια. Ντρέπομαι και μόνο που το σκέφτομαι! Αυτός πρέπει να είναι τουλάχιστον είκοσι χρονών… Άσε που για να κυκλοφορεί ημίγυμνος πρέπει να έχει κοπέλα στο σπίτι…
Βέβαια, ντρέπομαι και πάλι που το λέω, κάποιες φορές στέκομαι πίσω από την κουρτίνα και τον παρακολουθώ. Δεν έχω δει βέβαια κάποια, αλλά ποιος ξέρει… Τον παρατηρώ τα μεσημέρια, όταν έχω βάλει τα παιδιά για ύπνο. Και οι σκέψεις μου τρέχουν και με βασανίζουν. Τρέχουν στα χείλη του, στα γυμνά του χέρια, στο στέρνο του, και…αχ!
Τις προάλλες, τον είδα στον ύπνο μου… Μα, ξύπνησα… Και όταν κοιμόμουν ένιωθα τόσο ζωντανή. Και δεν ξέρω ούτε το όνομά του… Είναι άραγε τόσο κακό; Έκλεισα σαν γυναίκα;Γιατί; Επειδή έκανα παιδιά; Μα ποιον κοροϊδεύω; Αυτός δε θα με κοίταζε ποτέ… Δε θα ξέρει καν ότι υπάρχω…
-Φωτεινή, βρέχει… Πήγαινε μάζεψε τα ρούχα, βλέπω ειδήσεις.
- Οκ…
Φωτεινή το ένα, Φωτεινή το άλλο… Θα φύγω καμιά μέρα να δω τι θα κάνει. Μα τα παιδιά δε μου φταίνε σε τίποτα. Κάτσε να μαζέψω και την τέντα. Και ας βραχώ. Και εγώ, και τα ρούχα. Οι ψιχάλες πιτσιλάνε το πρόσωπο μου. Νιώθω τόσο ζωντανή. Γελάω! Και ασυναίσθητα, το βλέμμα μου πέφτει απέναντι… Και αυτός είναι εκεί! Και με κοιτάει…
Του χαμογελάω… Μου χαμογελάει… Και αυτό το χαμόγελο άξιζε όλον τον εγκλεισμό…
Ρε γαμώτο η ζωή είναι ωραία! Ωραία, αλλά άδικη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου