Μια ιστορία

Χριστούγεννα...Κυριακή πρωί...Τι πρωί δηλαδή μεσημέρι... Αλλά έτσι είναι, το πρωί της Κυριακής κρατάει ως το μεσημέρι, ειδικά έαν είναι γιορτές.

Είχε να έρθει στο σπίτι πάνω από δέκα χρόνια...Πήγε μηχανικά στην κουζίνα. Τα παντζούρια κλειστά. Μια μικρή ακτίνα σκόνης αιωρούνταν στο δωμάτιο από τη μικρή χαραμάδα της πόρτας . ''Πρέπει να καθαρίσω κάποια στιγμή'', σκέφτηκε...

Αυτή η μυρωδιά από την άλλη ...έχει ποτίσει το σπίτι. Τόσο γνώριμη, αλλά τόσο μακρινή. Έκλεισε τα μάτια και άνοιξε τα ρουθούνια. Ναι...αυτή η μυρωδιά δεν θα φύγει ποτέ...

Με αργές κινήσεις πήγε στο παράθυρο. Άνοιξε τα τζάμια και μετά τα βαριά ξύλινα παντζούρια με δυσκολιά. Το φως εκτυφλωτικό. Τράβηξε μονομιάς την κουρτίνα με δύναμη και γύρισε την πλάτη. Και τότε...τότε είδε...





...


''Μαρίαααα... Κατερίναααα... καθίστε φρόνιμα και μη μαλώνετε!!!"

Δύο μικροί σίφουνες με κίτρινα φορεματάκια εισέβαλαν στην κουζίνα και έτρεξαν στην αγκαλιά της μαμάς τους. Τρίφτηκαν στην ποδιά της την ώρα που ανακάτευε το κοκκινιστό στην κατσαρόλα.

''Μαμά'', είπε η Κατερίνα κοιτάζοντας την με τα μεγάλα σπινθηροβόλα της μάτια
''Γιατί ο Αγιος Βασίλης δε σου φέρνει ποτέ δώρο;''

Η μαμά γέλασε. Έκλεισε το μάτι της κουζίνας και έβαλε την κατσαρόλα στην άκρη. Σκούπισε τα χέρια της με την πετσέτα και έσκυψε προς τις μικρές.

''Αγάπες μου, εμένα ο Άγιος Βασίλης μου έφερε το καλύτερο δώρο!''

"Κούκλες;" ρώτησε πάλι η μικρή.

''Ναι για την ακρίβεια δύο!''

''Και που είναι; Να παίξουμε;''

''Είναι δύο πανέμορφες μεγάλες κούκλες, που κάνουν σκανταλιές και μαλώνουν! Αλλά εγώ τις αγαπώ !'' είπε και τους τσίμπησε τα μάγουλα!

''Αμάν βρε μαμά, ολό χαζομάρες λες'' ξεφώνισε η οκτάχρονη Μαρία. '' Εννοούμε δώρο κανονικό!"

''Χμμμ, δεν το έχω σκεφτεί ποτέ αυτό ! Άντε πλυθείτε τώρα και ελάτε να φάμε, σε λίγο έρχεται ο πατέρας σας!"

''Καλά,θα πάμε... Αλλά θέλω μια χάρη'' είπε ικετευτικά η Κατερίνα.

''Το βράδυ να γράψεις και εσύ γράμμα στον Άγιο Βασίλη και να του ζητήσεις και εσύ ένα δώρο.''

''Αφού είσαι η καλύτερη μαμά του κόσμου, αποκλείεται να μη στο φέρει!'' φώναξε και η Μαρία.

''Έχω μια άλλα ιδέα. Εάν είστε καλά κορίτσια, σε λίγο που θα κοιμάστε θα έρθω να σας ψιθυρίσω στο αυτί το δώρο που θέλω από τον Άγιο Βασίλη ! Και αν όντως είμαι καλή μαμά, θα το ακούσει και θα μου το φέρει... Άντε πηγαίντε τώρα να πλυθείτε...''

Οι μικρές έτρεξαν στο μπάνιο χασκογελώντας την ώρα που ο πατέρας τους γύρισε στο σπίτι, αγκαλιά με μια τεράστια ανθοδέσμη με κόκκινα τριαντάφυλλα! Μέχρι να πλύνουν τα χέρια τους, η μαμά είχε ήδη στρώσει το γιορτινό γεύμα, και είχε βάλει τα ευωδιαστά λουλούδια στη μέση του τραπεζιου!

 Οι μικρές τσιμπολογούσαν σαν σπουργιτάκια, περιμένωντας το επόμενο πρωί, που θα έβρισκαν τα δώρα τους κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο! Αφού τέλειωσε το δέιπνο, η μαμά ξεκίνησε να μαζεύει το τραπέζι!

''Ελάτε πριγκιπισσούλες μου να σας βάλω για ύπνο'', είπε χαριτολογώντας ο μπαμπάς. ''Πρέπει να κοιμηθείτε νωρίς, για να ξυπνήσετε νωρίς μπας και προλάβετε τον Άγιο Βασίλη!"

''Μα δεν τον προλαβαίνουμε ποτέ....'', είπε απογοητευμένη η Μαρία...

'' Ελάτε να σας φιλήσω κορίτσια μου για καληνύχτα!"

Τα κορίτσια έτρεξαν στη μαμά τους!

''Μαμά...'' είπε η Κατερίνα, ''μη ξεχάσεις να έρθεις να μας πεις το δώρο σου!"

 Οι μικρές ξάπλωσαν. Για μια ακόμα φορά έκαναν συνομωσίες  να ξενυχτήσουν για να προλάβουν το Άγιο Βασίλη. Μα σύντομα τις πήρε ο ύπνος με τη λαχτάρα και την ανυπομονησία...

Ένας μικρός ψίθυρος έφτασε στο αυτί της Κατερίνας...
....

Άνοιξε τα μάτια... Τα τζάμια είχαν ανοίξει και ο κρύος χειμωνιάτικος αέρας της είχε ακουμπήσει τη ραχοκοκαλιά. Δακρυσμένη, έκλεισε καλά αυτή τη φορά με δύναμη το τζάμι.

Έκατσε και πάλι στο τραπέζι, σε εκείνο το τραπέζι που είχε κάτσει και τότε. Πήρε μια βαθιά άνασα, και συλλογίστηκε... Είχε ανάγκη να καθαρίσει το μυαλό της... Μα τόσα χρόνια μετά, ένας ψίθυρος τριγυρνούσε στο μυαλό της...Και τότε θυμήθηκε...

 Σπούπισε τα δάκρυα της και σηκώθηκε. Πήρε την τσάντα της, το παλτό της, και βγήκε από την πόρτα χωρίς να κοιτάξει πίσω.

Περπάτησε στους δρόμους της παλιάς της γειτονιάς με σίγουρα και σταθερά βήματα. Μπήκε στο ανθοπωλείο.

''Γεια σας! Θα ήθελα μια ανθοδέσμη με κόκκινα τριαντάφυλλα...''

Πήρε την ανθοδέσμη και σταμάτησε ένα ταξί.

''Καλησπέρα... Στο Ά νεκροταφείο πηγαίνω...''

Σε λίγα λεπτά είχε φτάσει. Περπάτησε με γρήγορα βήματα. Σταμάτησε. Γονάτισε και άφησε τα λουλούδια... Κοίταξε σιωπηλά τη φωτογραφία...

'' Ήσουν πάντα η καλύτερη μαμά... Γι'αυτό και σου έφερα το δώρο που είχες ζητήσει εκείνη τη βραδιά... Δε σε ξεχνάμε ποτέ...Χρόνια Πολλά μαμά... Καλά Χριστούγεννα!''



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου